Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η διάσειση του εγκεφάλου

См. также в других словарях:

  • διάσειση — Παθολογική κατάσταση που μπορεί να αφορά οποιοδήποτε όργανο του σώματος, κατά την οποία διαταράσσονται πρόσκαιρα οι λειτουργίες του, χωρίς να συνυπάρχει ανιχνεύσιμη ανατομική βλάβη. Συνηθέστερα παρατηρείται η εγκεφαλική δ., που προκαλείται από… …   Dictionary of Greek

  • διάσειση — η απότομη καταστολή των λειτουργιών του εγκεφάλου, που προκαλείται από τράνταγμα ή χτύπημα, καθώς και τα συμπτώματα που τον συνοδεύουν: Εγκεφαλική διάσειση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»